- τυχοδιωκτισμός
- οτο να ζει κανείς ως τυχοδιώκτης, η ταχτική των τυχοδιωκτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυχοδιωκτισμός — ο, Ν το να ζει κανείς ως τυχοδιώκτης, το να έχει τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία τυχοδιώκτη 2. (κατ επέκτ.) επικίνδυνη και ανεύθυνη ενέργεια, επικίνδυνη περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
λαϊκισμός — ο πολιτική στάση και πρακτική που απευθύνεται κυρίως προς το «θυμοειδές» τών ανθρώπων και που, με την υπόθαλψη επιθυμιών και πόθων, με την προβολή «χαρισματικών» ηγετών, ουτοπικών οραμάτων και ανεφάρμοστων προγραμμάτων, καθώς και με την… … Dictionary of Greek
αριβισμός — ο (λ. γαλλ.), τυχοδιωκτισμός: Ο αριβισμός του τελικά θα τον καταστρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπορτουνισμός — ο ο καιροσκοπισμός, ο πολιτικός ιδίως τυχοδιωκτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)